'αλλεργική επιπεφυκίτιδα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αλλεργική επιπεφυκίτιδα
Αγγλικά : allergic conjunctivitis
Α. ψαρός -ιά -ό & ψαρής -ιά -ί & ψαρί
Σημασία : (συνήθ. για τρίχωμα) που είναι άσπρος αλλά και με πολλές και πυκνές μαύρες τρίχες· (πρβ. γκρίζος, σταχτής): Ψαρά μαλλιά, γκρίζα. Ψαρά γένια. Ψαρί μουστάκι. || που έχει ψαρό τρίχωμα: Ψαρί άλογο. || (ως ουσ.) ο ψαρής, συνηθισμένη ονομασία γκρίζου αλόγου.
Ετυμολογία : αρχ. ψαρός `στικτός΄ κατά τη σημ. του ψαρής (η σημερ. σημ. μσν.)· ψάρ(ι) -ής· ψάρ(ι) -ί 4
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αλλεργική βλεφαροεπιπεφυκίτιδα
αλλεργική βρογχοπνευμονική ασπεργίλλωση
αλλεργική γαστρεντερίτιδα
αλλεργική δερματίτιδα
αλλεργική δερματίτιδα εξ'επαφής
αλλεργική διάμεση νεφρίτιδα
αλλεργική εκδήλωση
αλλεργική κνίδωση
αλλεργική κοκκιωμάτωση
αλλεργική κυψελίτιδα
αλλεργική νόσος
αλλεργική πορφύρα, πορφύρα Henoch-Schönlein
αλλεργική ρινίτιδα
αλλεργικό εξάνθημα
αλλεργικός/allergic
αναφυλακτική καταπληξία, αναφυλακτικό shock, αλλεργικό shock
απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος
άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
εαρινή αλλεργική ρινίτιδα
εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα
υπερευαισθησία τύπου Ι, αναφυλακτική αντίδραση, αλλεργική αντίδραση
χρόνια αλλεργική ρινίτιδα
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.06 δευτερόλεπτα