'καλυκοειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καλυκοειδής
Αγγλικά : caliciform
Α. εντερικός -ή -ό
Σημασία : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα: ~ σωλήνας. Eντερικές λοιμώξεις. Eντερικά υγρά. 2. (προφ., ως ουσ.) τα εντερικά, γενικά κάθε πάθηση των εντέρων.
Ετυμολογία : 1: λόγ. < αρχ. ἐντερικός· 2: έντερ(ο) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ενδοκρινές κύτταρο, ενδοκρινικό κύτταρο, κύτταρο του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινές όργανο, ενδοκρινικό όργανο, όργανο του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινής/endocrine
ενδοκρινής αδένας
ενδοκρινής μοίρα του παγκρέατος
ενδοκρινής όγκος, ενδοκρινικός όγκος, όγκος του ενδοκρινικού συστήματος
ενδοκρινικό σύστημα, ενδοκρινές σύστημα, σύστημα των ενδοκρινών αδένων
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.37 δευτερόλεπτα