'εντερικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εντερικός
Αγγλικά : intestinal, enteric
Α. εντερικός -ή -ό
Σημασία : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα: ~ σωλήνας. Eντερικές λοιμώξεις. Eντερικά υγρά. 2. (προφ., ως ουσ.) τα εντερικά, γενικά κάθε πάθηση των εντέρων.
Ετυμολογία : 1: λόγ. < αρχ. ἐντερικός· 2: έντερ(ο) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αγγειοενεργό εντερικό πολυπεπτίδιο, αγγειοενεργό εντερικό πεπτίδιο
γαστρεντερικός σωλήνας, εντερικός σωλήνας
εντερική αμοιβάδωση
εντερική απορρόφηση, εντεροαπορρόφηση
εντερική απόφραξη, απόφραξη του εντέρου
εντερική βιοψία, βιοψία του εντέρου
εντερική βλέννη, βλέννη του εντέρου
εντερική διάτρηση, διάτρηση του εντέρου
εντερική δυσαπορρόφηση
εντερική έλικα, έλικα του εντέρου
εντερική λοίμωξη, λοίμωξη του εντέρου
εντερική μεταπλασία, μεταπλασία του εντέρου
εντερική παράκαμψη, παράκαμψη του εντέρου
εντερική χλωρίδα, χλωρίδα του εντέρου
εντερική ψευδοαπόφραξη, ψευδοαπόφραξη του εντέρου
εντερικό απόστημα, απόστημα του εντέρου
εντερικό επιθηλιακό κύτταρο
εντερικό επιθήλιο, επιθήλιο του εντέρου
εντερικό κύτταρο, κύτταρο του εντέρου
εντερικό λέμφωμα, λέμφωμα του εντέρου
εντερικό παράσιτο, παράσιτο του εντέρου
εντερικό πεπτίδιο
εντερικό πρωτόζωο
εντερικό σωματοστατίνωμα, σωματοστατίνωμα του εντέρου
εντερικό τοίχωμα, τοίχωμα του εντέρου
εντερικός άνθρακας
εντερικός αυλός, αυλός του εντέρου
εντερικός βλεννογόνος, βλεννογόνος του εντέρου
εντερικός ήχος
εντερικός πυρετός
εντεροπάθεια, εντερική νόσος, νόσος του εντέρου
περιεχόμενο του εντέρου, εντερικό περιεχόμενο
χρόνια εντερική αμοιβάδωση
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.24 δευτερόλεπτα