'αναπνευστική ανεπάρκεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική ανεπάρκεια
Αγγλικά : pulmonary failure, pulmonary insufficiency, respiratory failure, respiratory insufficiency
Σημασία : Ελάττωση της μερικής πιέσεως του οξυγόνου (PaO2 < 60 mmHg) ή /και η αύξηση της μερικής πιέσεως του CO2 (PaCO2 > 45 mmHg) στο αρτηριακό αίμα, σε ασθενή που αναπνέει αέρα δωματίου σε κανονική ατμοσφαιρική πίεση.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ξηροδερμία, ξηρότητα του δέρματος, ξηρό δέρμα
ξηροστομία, ξηρότητα του στόματος
ξηρότητα/dryness
ξηρότητα των βλεννογόνων
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.96 δευτερόλεπτα