Αναζήτηση / Search

  

 

'αναπνευστική ανεπάρκεια'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική ανεπάρκεια
Αγγλικά : pulmonary failure, pulmonary insufficiency, respiratory failure, respiratory insufficiency

Σημασία : Ελάττωση της μερικής πιέσεως του οξυγόνου (PaO2 < 60 mmHg) ή /και η αύξηση της μερικής πιέσεως του CO2 (PaCO2 > 45 mmHg) στο αρτηριακό αίμα, σε ασθενή που αναπνέει αέρα δωματίου σε κανονική ατμοσφαιρική πίεση.

Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης





Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ξηροδερμία, ξηρότητα του δέρματος, ξηρό δέρμαξηροστομία, ξηρότητα του στόματοςξηρότητα/drynessξηρότητα των βλεννογόνων



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.68 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία