'λεπτά, λεφτά'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : λεπτά, λεφτά
Αγγλικά : money
Α. λεφτά & λεπτά
Σημασία : τα χρήματα: Έχω / βγάζω / κερδίζω / δανείζω / ξοδεύω / χρωστάω / χάνω ~. Πολλά / λίγα / αρκετά ~. Δε μου φτάνουν τα ~ μου για ν΄ αγοράσω αυτοκίνητο. Πόσα ~ χρειάζονται γι΄ αυτή τη δουλειά; Tα ~ δε φέρνουν την ευτυχία. Σήμερα για ν΄ αγοράσεις σπίτι, χρειάζεσαι ένα κάρο ~. Kλαίω τα ~ μου, μετανιώνω για τα χρήματα που ξόδεψα σε κτ. που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου. (έκφρ.) τα ~ σου ή τη ζωή σου, απειλή από κπ. που κρατάει όπλο. δε βρίσκονται στο δρόμο* τα ~. ΦP τα βρήκαμε τα ~ (μας), περιήλθαμε σε κατάσταση απορίας, αμηχανίας, δυσχέρειας για το τι πρέπει να κάνουμε παραπέρα. τα ~ δε μυρίζουν, η προέλευσή τους δεν είναι ορατή και άρα δεν ενδιαφέρει το πώς αποκτήθηκαν. τρέχουν τα ~ από τα μπατζάκια* του. έρχομαι* στα ~ μου. λεφτουδάκια τα YΠOKOP. λεφτάκια τα YΠOKOP. λεφτούλια τα YΠOKOP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. λεπτόν (δες λεπτό 1) στον πληθ. κατά τις λ. χρήματα, νομίσματα και με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.· λεφτ(ά) -ουδάκια, -ούλια (πληθ. του -ουδάκι, -ούλι)
Β. λεφτό
Σημασία : (προφ., λαϊκ.) λεφτά, χρήματα· ψιλό: Δώσε / κατέβαινε κανένα ~, δώσε μου χρήματα.
Ετυμολογία : εν. < πληθ. λεφτά
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
λεπτό/minute
λεπτό
λεπτό
Σχετικά κείμενα
49 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.51 δευτερόλεπτα