'λεπτό'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : λεπτό
Α. λεπτό
Σημασία : μονάδα μέτρησης γωνιών ίση προς το ένα εξηκοστό της μοίρας, πρώτο λεπτό: Δεύτερο ~, το ένα εξηκοστό του λεπτού: Tριάντα μοίρες, είκοσι πρώτα λεπτά και τριάντα δεύτερα λεπτά.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
λεπτά, λεφτά
λεπτό/minute
λεπτό
Σχετικά κείμενα
77 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.85 δευτερόλεπτα