Αναζήτηση / Search
'σεξουαλικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : σεξουαλικόςΑγγλικά : sexualΑ. σεξουαλικός -ή -όΣημασία : που αναφέρεται στο σεξ ή στη σεξουαλικότητα: Σεξουαλικό ένστικτο. Σεξουαλική ζωή. Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση / εκπαίδευση / διαφώτιση. Σεξουαλική επανάσταση. Σεξουαλική ικανότητα / ανικανότητα. Σεξουαλική παρενόχληση*. Σεξουαλική πράξη, η συνουσία. σεξουαλικά EΠIPP: Eίναι ~ ενεργός / ανώμαλος. Παρενοχλώ* κπ. ~. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. sexuel κατά τη μορφή του λατ. ετύμου sexualis `που αναφέρεται στο γυναικείο φύλο΄ -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςδιαπλακουντιακή λοίμωξηδιαπλακουντιακή μετάδοσησεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, ΣΜΝσεξουαλική αναπαραγωγήσεξουαλική ανεπάρκειασεξουαλική διέγερσησεξουαλική δραστηριότητασεξουαλική δυσλειτουργίασεξουαλική επίθεσησεξουαλική επιθυμίασεξουαλική κακοποίησησεξουαλική συμπεριφοράσεξουαλική ταυτότητασεξουαλική ωρίμανσησεξουαλική ωριμότητασεξουαλικό σπόριοσεξουαλικός προσανατολισμόςσεξουαλικός σύντροφοςσυνουσία, σεξουαλική επαφή
Σχετικά κείμενα 59 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.96 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×