1. (Ουσιαστικό) Ελληνικά : κατά λεπτό όγκος αίματος, ΚΛΟΑ
Α. διάχυτος -η -ο
Σημασία : 1. που διαχέεται παντού, που είναι διασκορπισμένος προς όλες τις κατευθύνσεις: Όλα φωτίζονται από το διάχυτο φως της ημέρας. || ~ καρκίνος, που έχει κάνει μεταστάσεις σε όλο το σώμα. 2. (μτφ.) για κατάσταση που αναφέρεται σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να δηλώνεται συγκεκριμένα σε ποιους: Yπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Eπικρατούσε ένας ~ φόβος / μια διάχυτη αισιοδοξία / ανησυχία.