'διάχυτος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : διάχυτος
Αγγλικά : diffuse
Α. διάχυτος -η -ο
Σημασία : 1. που διαχέεται παντού, που είναι διασκορπισμένος προς όλες τις κατευθύνσεις: Όλα φωτίζονται από το διάχυτο φως της ημέρας. || ~ καρκίνος, που έχει κάνει μεταστάσεις σε όλο το σώμα. 2. (μτφ.) για κατάσταση που αναφέρεται σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να δηλώνεται συγκεκριμένα σε ποιους: Yπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Eπικρατούσε ένας ~ φόβος / μια διάχυτη αισιοδοξία / ανησυχία.
Ετυμολογία : λόγ. < μσν. διάχυτος < διαχυ- (θ. του αρχ. διαχέω) -τος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διάχυτη αλωπεκία
διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, διάσπαρτη ενδαγγειακή πήξη
διάχυτη κνίδωση
διάχυτο σκληρόδερμα
διάχυτο φώς
διάχυτος οισοφαγικός σπασμός
διάχυτος πόνος
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.06 δευτερόλεπτα