'δερματικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : δερματικός
Αγγλικά : cutaneous, dermal
Α. δερματικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου: Δερματικά νοσήματα. Δερματικές παθήσεις.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. δερματικός `από δέρμα΄ σημδ. γαλλ. de la peau
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δερματική βλάβη, βλάβη του δέρματος
δερματική βλαστομύκωση, βλαστομύκωση του δέρματος
δερματική καντιντίαση, καντιντίαση του δέρματος
δερματική κοκκιδιοειδομύκωση, κοκκιδιοειδομύκωση του δέρματος
δερματική κρυπτοκόκκωση, κρυπτοκόκκωση του δέρματος
δερματική λεϊσμανίαση, λεϊσμανίαση του δέρματος
δερματική λοίμωξη, λοίμωξη του δέρματος
δερματική μουκορμύκωση, μουκορμύκωση του δέρματος
δερματική μπαρτονέλλωση, δερματοβλεννογόνια μπαρτονέλλωση
δερματική μυκητίαση, μυκητίαση του δέρματος
δερματική νοκαρδίαση, νοκαρδίαση του δέρματος
δερματικό απόστημα
δερματικός άνθρακας
δερματικός ερεθισμός, ερεθισμός του δέρματος
δερματοπάθεια, νόσος του δέρματος, δερματική νόσος
μυκητίαση του δέρματος, δερματική μυκητίαση, δερματομύκωση
Σχετικά κείμενα
23 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.07 δευτερόλεπτα