'ρινικό διάφραγμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρινικό διάφραγμα
Αγγλικά : nasal septum
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διάτρηση του ρινικού διαφράγματος
οφθαλμική αλοιφή
οφθαλμική αναισθησία
οφθαλμική αρτηρία
οφθαλμική κίνηση, κίνηση του οφθαλμού, κίνηση των οφθαλμών
οφθαλμική λοίμωξη, λοίμωξη του οφθαλμού, λοίμωξη των οφθαλμών
οφθαλμική μυκητίαση, μυκητίαση του οφθαλμού, μυκητίαση των οφθαλμών
οφθαλμική σταγόνα
οφθαλμική χειρουργική επέμβαση, οφθαλμολογική χειρουργική επέμβαση
οφθαλμικό διάλυμα
οφθαλμικό κυστίδιο
οφθαλμικό νεύρο
οφθαλμικό τραύμα
οφθαλμικός/ocular
οφθαλμικός βολβός
οφθαλμικός έρπητας
οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
οφθαλμικός κόγχος, κόγχος
οφθαλμικός μύς, μύς του οφθαλμού
οφθαλμικός πόνος
οφθαλμοπάθεια, οφθαλμική νόσος
σκολίωση του ρινικού διαφράγματος
ταχείες οφθαλμικές κινήσεις
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.31 δευτερόλεπτα