'πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Αγγλικά : primary hyperparathyroidism
Σημασία : Μορφή υπερπαραθυρεοειδισμού, όπου η υπερπαραγωγή της παραθορμόνης είναι αυτόνομη και δεν υπακούει στους φυσιολογικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν την έκκρισή της.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση
πρωτοπαθές γλαύκωμα
πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren
πρωτοπαθής/protopathic
πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια
πρωτοπαθής αμυλοείδωση
πρωτοπαθής βακτηριακή περιτονίτιδα, αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα
πρωτοπαθής δυσμηνόρροια, πρωτογενής δυσμηνόρροια
πρωτοπαθής οξάλωση
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
πρωτοπαθής πολυδιψία, πρωτογενής πολυδιψία
πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα
πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, σύνδρομο Conn, πρωτογενής υπεραλδοστερονισμός, πρωτογενής αλδοστερονισμός
πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία
πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ΠΧΚ
συγγενής ανοσοανεπάρκεια, πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα