'πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια
Αγγλικά : primary amenorrhoea
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση
πρωτοπαθές γλαύκωμα
πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren
πρωτοπαθής/protopathic
πρωτοπαθής αμυλοείδωση
πρωτοπαθής βακτηριακή περιτονίτιδα, αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα
πρωτοπαθής δυσμηνόρροια, πρωτογενής δυσμηνόρροια
πρωτοπαθής οξάλωση
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
πρωτοπαθής πολυδιψία, πρωτογενής πολυδιψία
πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα
πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, σύνδρομο Conn, πρωτογενής υπεραλδοστερονισμός, πρωτογενής αλδοστερονισμός
πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία
πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ΠΧΚ
συγγενής ανοσοανεπάρκεια, πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια
Σχετικά κείμενα
5 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.64 δευτερόλεπτα