'πρωτοπαθής αμυλοείδωση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτοπαθής αμυλοείδωση
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση
πρωτοπαθές γλαύκωμα
πρωτοπαθές σύνδρομο Sjögren
πρωτοπαθής/protopathic
πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια
πρωτοπαθής βακτηριακή περιτονίτιδα, αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα
πρωτοπαθής δυσμηνόρροια, πρωτογενής δυσμηνόρροια
πρωτοπαθής οξάλωση
πρωτοπαθής πνευμονική υπέρταση
πρωτοπαθής πολυδιψία, πρωτογενής πολυδιψία
πρωτοπαθής σκληρυντική χολαγγειίτιδα
πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, σύνδρομο Conn, πρωτογενής υπεραλδοστερονισμός, πρωτογενής αλδοστερονισμός
πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία
πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ΠΧΚ
συγγενής ανοσοανεπάρκεια, πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια
Σχετικά κείμενα
1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 0.10 δευτερόλεπτα