'γονοκοκκικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : γονοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από γονόκοκκο
Αγγλικά : gonococcal arthritis
Α. αναπνευστικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με την αναπνοή: ~ σωλήνας. Aναπνευστικοί μύες. Aναπνευστικό σύστημα. Aναπνευστικά όργανα. Aναπνευστικές ανωμαλίες / παθήσεις. Aναπνευστική ανεπάρκεια. Aναπνευστική συσκευή, που διευκολύνει την αναπνοή.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀναπνευστικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπνευστικός/respiratory
Σχετικά κείμενα
66 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.57 δευτερόλεπτα