Αναζήτηση / Search
'αναπνευστική καταστολή'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : αναπνευστική καταστολή
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαναπνευστική αλκάλωσηαναπνευστική αλυσίδααναπνευστική ανακοπήαναπνευστική ανεπάρκειααναπνευστική αντλίααναπνευστική γυμναστικήαναπνευστική διαταραχήαναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίαςαναπνευστική δυσχέρειααναπνευστική έκρηξηαναπνευστική εφεδρείααναπνευστική κίνησηαναπνευστική λειτουργίααναπνευστική οδόςαναπνευστική οξέωσηαναπνευστική συχνότητα, αναπνευστικός ρυθμός, συχνότητα αναπνοώναναπνευστικό βρογχιόλιοαναπνευστικό δέντροαναπνευστικό επιθήλιοαναπνευστικό κέντρο, κέντρο της αναπνοήςαναπνευστικό σύστημααναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοήςαναπνευστικός/respiratoryαναπνευστικός κύκλοςαναπνευστικός μύςαναπνευστικός συγκυτιακός ιόςανώτερη αναπνευστική οδόςκατώτερη αναπνευστική οδόςλοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικούλοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξηοξεία αναπνευστική ανεπάρκειαπνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσοςσύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκωνχρόνια αναπνευστική αλκάλωσηχρόνια αναπνευστική ανεπάρκειαχρόνια αναπνευστική οξέωση
Σχετικά κείμενα1 αποτέλεσμα βρέθηκε
Χρόνος αναζήτησης : 0.10 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×